ὀλοήν

ὀλοήν
ὀλοός
destructive
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιτανύω — ἐπιτανύω (Α) [τανύω] 1. τεντώνω, εκτείνω, απλώνω κάτι κάπου («ἐπιδέουσιν ἐπὶ τὴν ἴξιν τῆς κληῑδος ἐπιτανύοντες», Ιπποκρ.) 2. εξαπλώνω, σκορπίζω («Ζεὺς δ’ ἐπὶ νύκτ’ ὀλοὴν τάνυσε κρατερῇ ὑσμίνῃ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ἐπιτανύομαι τεντώνω με δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • κατουλάς — κατουλάς, άδος, ἡ (Α) 1. σκοτεινή («ἐπεύχομαι δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», Σοφ.) 2. καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐλάς (< οὖλος (II) «πυκνός». Η… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”